κατειλυσπώμαι

κατειλυσπώμαι
κατειλυσπῶμαι, -άομαι (Α)
κατέρχομαι στριφογυρίζοντας, κινούμαι ελικοειδώς προς τα κάτω («κατέλαβον... τὴν δ' ἐκ τροχιλίας κατειλυσπωμένην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + (ε)ἰλυσπῶμαι «κινούμαι ελικοειδώς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”